Στο ερώτημα χρήσιμος ή αρεστός, επέλεγα και επιλέγω: χρήσιμος.

Χρήσιμος λοιπόν, έστω και μη αρεστός. Αλλά τούτο έχει ελάχιστη σημασία. Το πολύτιμο διακύβευμα είναι η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της φαρμακευτικής νομοθεσίας, ανεξάρτητα από το ποιος βλάπτεται ή ωφελείται από τις κάθε φορά εφαρμοστέες και επίμαχες διατάξεις της.

Πολλοί φαρμακοποιοί ζήτησαν να καταθέσω την άποψή μου για το ζήτημα της «διαφήμισης των φαρμακείων» με αφορμή την υφιστάμενη, ακόμη και σήμερα,   ανάρτηση στον ιστότοπο του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου (Π.Φ.Σ.) του υπ’ αρ. 4645/19-11-2020 εγγράφου (σημείωμα) που κοινοποιήθηκε, προς συμμόρφωση με το περιεχόμενό του, και σε όλους τους Φαρμακευτικούς Συλλόγους της χώρας, με τίτλο «Διαφημίσεις Φαρμακείων» (για να δείτε το σημείωμα πατήστε εδώ )

Υποθέτω ότι ο λόγος που οδήγησε τον ΠΦΣ να λάβει θέση επί του θέματος, επιχειρώντας προφανώς να βάλει σε μια τάξη το ζήτημα, είναι ο όγκος, είτε παραπόνων, είτε καταγγελιών, είτε ερωτημάτων, σχετικά με το παρατηρούμενο το τελευταίο διάστημα έντονο  φαινόμενο των διαφημίσεων για προϊόντα ή/και για  προσφερόμενες υπηρεσίες που προβάλλονται από τα φαρμακεία μέσω των  e-shops, του διαδικτύου, των μέσων κοινωνικής  δικτύωσης ή/ και με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.

Στο σημείωμα αυτό (σελίδα 4) εκτίθεται συμπερασματικά η άποψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 25 του ισχύοντα Κώδικα Ελληνικής Φαρμακευτικής Δεοντολογίας (ΚΕΦΔ) που θεσπίστηκε με το ΠΔ 340/1993 (ΦΕΚ 145 Α’) «δεν επιτρέπεται η με οποιονδήποτε τρόπο διαφήμιση του φαρμακείου» και ότι η παράβαση του κανόνα αυτού συνιστά αντιδεοντολογική συμπεριφορά και κολαστέο πειθαρχικό αδίκημα.

Εκτιμώ ότι η εν λόγω θέση-αντίληψη είναι προϊόν νομικής πλάνης, αλλά θα  πρόσθετα μάλλον συγγνωστής, δηλαδή δικαιολογημένης.

Θα επιχειρήσω να καταδείξω  την πλάνη αυτή για δυο κυρίως λόγους που ευελπιστώ να τύχουν, από όλους ανεξαιρέτως, της ανάλογης κατανόησης:

α. Διότι συνέπραξα στη συγγραφή του Κώδικα αυτού με τον αείμνηστο Επιστημονικό Σύμβουλο του ΠΦΣ Γιάννη Παπαγεωργίου  και επομένως καλούμαι να υποστηρίξω το γράμμα και το πνεύμα του συγκεκριμένου έργου, καθώς διαθέτω ιδίαν ιστορική και  πρωτογενή αντίληψη για το  όλο θέμα και

β. Διότι το επιβάλλει η επί 37 συναπτά έτη συνεπής ενασχόλησή μου με το δίκαιο των φαρμακείων.

– Η πλάνη την οποία επικαλούμαι συνίσταται στο ότι διέλαθαν της προσοχής και δεν λήφθηκαν υπόψη τέσσερα προγενέστερα του ΠΔ 340/1993 βασικά νομοθετήματα, που βρίσκονται κάπου βαθιά κρυμμένα στο ανάγλυφο της διάσπαρτης φαρμακευτικής νομοθεσίας, που ρύθμιζαν ή/και ρυθμίζουν το θέμα. Η παράλειψη αυτή οδήγησε στη συναγωγή εσφαλμένων εκτιμήσεων και συμπερασμάτων.

Παραθέτω την σχετική επίμαχη, ιστορικά, ισχύσασα νομοθετική αλληλουχία και εξηγώ:

Α. Με το άρθρο 43 Ν. 5607/1932 ορίσθηκε ότι: «1. Απαγορεύεται η διαφήμισις εκ μέρους φαρμακείων δια την ποιότητα και την τιμήν των εν αυτοίς πωλούμενων φαρμάκων. Απαγορεύεται ωσαύτως η αναγραφή επί της επιγραφής και των προσθηκώντων φαρμακείων, φαρμακεμπορείων και φαρμακαποθηκών πάσης ετέρας λέξεως, πλην του ονοματεπωνύμου του αδειούχου φαρμακοποιού, φαρμακεμπόρου ή φαρμαποθηκαρίου και της λέξεως “φαρμακείον” δια τα φαρμακεία, “φαρμακεμπόρειον” δια τα φαρμακεμπορεία και “φαρμακαποθήκη” δια τας φαρμακαποθήκας.

2. Προκειμένου περι ιδιοσκευασμάτων, επιτρέπεται η διαφήμισις μόνον επί τη βάσει της παρά του υπουργείου Υγιεινής εκδικομένης σχετικής αδείας ελευθέρας κυκλοφορίας και των εν αυτή ενδείξεων χρησιμοποιήσεως των φαρμάκων τούτων.

3. Οι παραβάται των ανωτέρω διατάξεων τιμωρούνται δια προστίμου δραχ. 1000 – 2000.»

Β. Με το ΒΔ της 20/27 Σεπτεμβρίου 1955 (ΦΕΚ Α’ 262) «περί του Κώδικα Ελληνικής Φαρμακευτικής Δεοντολογίας (ΚΕΦΔ)» και ειδικότερα με τα άρθρα 18 και 19 αυτού, είχε πράγματι θεσπιστεί γενικός κανόνας που απαγόρευε τη διαφήμιση των φαρμακείων υπό οποιαδήποτε έννοια, εκδοχή και μορφή. Απαγόρευε ειδικότερα, όχι μόνο την διαφήμιση των φαρμάκων και των συναφών με τα φάρμακα φαρμακευτικών υπηρεσιών, αλλά και την διαφήμιση των «παραφαρμακευτικών» προϊόντων (καλλυντικά κ.λπ.) και των παρεχόμενων από τα φαρμακεία άλλων υπηρεσιών, πέραν δηλαδή των καθαρώς φαρμακευτικών.

Ο άνω γενικός απαγορευτικός κανόνας αποτέλεσε, προφανώς εσφαλμένα, την κρατούσα αντίληψη για πολλές μετέπειτα δεκαετίες. Την αντίληψη αυτή φαίνεται να υιοθέτησε και το σχολιαζόμενο σημείωμα, αντίθετα ωστόσο με το γράμμα του άρθρου 25 του Π.Δ. 340/1993 που θα παρατεθεί παρακάτω και παρά το ότι από το έτος 1955 και έπειτα μεσολάβησαν τρία νομοθετήματα τα οποία επέφεραν σημαντικές αλλαγές, ρυθμίζοντας, πλέον, διαφορετικά το ζήτημα.

Συγκεκριμένα:

Γ1. Με το άρθρο 13 του Ν. 4041/1960 (ΦΕΚ Α’ 36) «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του ΝΔ 3619/1956 περί συστάσεως και οργανώσεως Ενώσεως Ιδιοκτητών Ημερήσιων Επαρχιακών Εφημερίδων» (για να το δείτε πατήστε εδώ) ορίσθηκε ότι: «Διά Βασιλικού Διατάγματος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Κοινωνικής Προνοίας και του αρμοδίου διά τα ζητήματα του Τύπου Υπουργού, δύναται να ορισθή, κατ’ επίσημον ερμηνείαν ή και τροποποίησιν των κειμένων διατάξεων, ότι η διαφήμισις των εν τοις φαρμακείοις πωλούμενων ιατρικών βοηθημάτων, καλλυντικών, οπτικών, ορθοπεδικών ειδών και ειδών αναπτύξεως βρεφών και παίδων είναι ελεύθερα, των περιοριστικών ή απαγορευτικών της διαφημίσεως διατάξεων, εν αις και των άρθρων 18 και 19 του Κώδικος της Ελληνικής Φαρμακευτικής Δεοντολογίας, μη εφαρμοζομένων εν προκειμένω.»

Γ2. Σε εκτέλεση της άνω διατάξεως εκδόθηκε το ΒΔ 747/1960 (ΦΕΚ Α’ 181) (για να το δείτε πατήστε εδώ) που όρισε τα εξής: «Επιτρέπεται η διά του ραδιοφώνου και του Τύπου διαφήμισης των εν τοις Φαρμακείοις πωλουμένων ιατρικών βοηθημάτων, καλλυντικών, οπτικών, ορθοπεδικών ειδών και ειδών αναπτύξεως βρεφών και παίδων, των διατάξεων των άρθρων 18 και 19 του από 20/27.9.55 Β.Δ. «περί θέσεως εν ισχύι Κώδικος Ελληνικής Φαρμακευτικής Δεοντολογίας», μη εφαρμοζομένων εν προκειμένω.»

Επομένως, με τα ανωτέρω δύο νομοθετήματα «έσπασε» ο γενικός κανόνας περί της καθολικής απαγόρευσης διαφήμισης των φαρμακείων που είχε θεσπιστεί με τον ΚΕΦΔ του έτους 1955 και επιτράπηκε ρητά η διαφήμιση όλων των διακινούμενων από τα φαρμακείων προϊόντων, πλην φαρμάκων.

Γ3. Οι παραπάνω παρεκκλίσεις από τον γενικό απαγορευτικό για τη διαφήμιση των φαρμακείων κανόνα, υιοθετήθηκαν (επαναλήφθηκαν) και από τον ισχύοντα σήμερα Κώδικα Δεοντολογίας (άρθρο 25 ΠΔ 340/1993), με μία ωστόσο ουσιώδη προσθήκη. Επιτράπηκε ρητά, πέραν της διαφήμισης των προϊόντων (πλην φαρμάκων) και η διαφήμιση των παρεχόμενων από τα φαρμακεία υπηρεσιών (υγειονομικές – υπηρεσίες σε τομείς εξειδίκευσης).

Ωστόσο, παρά τις παραπάνω αλλαγές, φαίνεται να υπερίσχυσε στο σχολιαζόμενο σημείωμα η εσφαλμένως κρατούσα αντίληψη περί της γενικής απαγόρευσης διαφήμισης των φαρμακείων.

Είναι επίσης γεγονός ότι το άρθρο 25 του ισχύοντος ΚΕΦΔ που αναφέρεται ειδικά στη διαφήμιση των φαρμακείων και στον αθέμιτο μεταξύ φαρμακοποιών ανταγωνισμό, ελάχιστα απασχόλησε, ως προς την έννοια και το πεδίο εφαρμογής του, τα αρμόδια Πειθαρχικά Συμβούλια των  Τοπικών Φαρμακευτικών Συλλόγων της χώρας και για τον λόγο αυτό δεν αναπτύχθηκε επιστημονική θεωρία και πρακτική, ούτε εκδόθηκαν, κατά τη γνώση μου, δικαστικές αποφάσεις, ώστε να έχουμε περί του θέματος πρωτογενή ερμηνευτική δικαστική κρίση.

Κάποιες δε ελάχιστες αποφάσεις που εκδόθηκαν από Πειθαρχικά Συμβούλια Φαρμακευτικών Συλλόγων ουδέποτε εκδικάσθηκαν, μετά την άσκηση σχετικών εφέσεων, από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο του ΠΦΣ λόγω της πολύχρονης αναστολής των εργασιών του Οργάνου αυτού.

Είναι ωστόσο άξια μνείας μια απόφαση  του έτους 2008 του Πειθαρχικού Συμβουλίου  μεγάλου Φαρμακευτικού Συλλόγου που επέβαλε εξοντωτικές κυρώσεις  σε ένα φαρμακείο που κατά την  περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων διένειμε διαφημιστικά φυλλάδια για προϊόντα (καλλυντικά κ.λπ.) προσφέροντας εκπτώσεις. Νομική βάση για την επιβολή των κυρώσεων ήταν το άρθρο 22 του ΚΕΦΔ και το εσφαλμένως εξαγόμενο από αυτό ειδικότερο επιχείρημα ότι η διαφήμιση των προϊόντων και η παροχή των εκπτώσεων συνιστούν ενέργειες και μέσα αντίθετα στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου και του φαρμακοποιού επιστήμονος και λειτουργού της δημόσιας υγείας. Η ασκηθείσα έφεση κατά της απόφασης αυτής δεν συζητήθηκε στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο του ΠΦΣ λόγω της αδράνειας του Οργάνου αυτού.

Σήμερα βέβαια, που το 80% των φαρμακείων της χώρας διαφημίζει προϊόντα και υπηρεσίες και κάνει ειδικές προσφορές, η παραπάνω αντίληψη θα φάνταζε τουλάχιστον εξωπραγματική.

Τώρα, με το σχολιαζόμενο σημείωμα, επιχειρείται από τον ΠΦΣ μια καθ’ όλα αξιέπαινη, ως προς την πρωτοβουλία, ερμηνευτική προσέγγιση του θέματος, η οποία ωστόσο, όπως νομικά στοιχειοθετήθηκε και διατυπώθηκε υπό μορφή  επικεφαλίδας και αμέσως μετά συμπερασμάτων, φοβούμαι ότι στερείται παντελώς νομικού ερείσματος και βάσιμης αιτιολογίας.

Στο σημείωμα αυτό, ως προς το νομικό έρεισμα των παραδοχών του, γίνεται περαιτέρω αναφορά:

α. Στο άρθρο 25 παρ. Α και Β του Κώδικα Δεοντολογίας.

β. Στο άρθρο 22 του ιδίου Κώδικα στο οποίο ορίζεται ότι «οι φαρμακοποιοί οφείλουν να αποφεύγουν την προσέλκυση πελατείας με ενέργειες και μέσα αντίθετα στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου και του φαρμακοποιού επιστήμονος και λειτουργού της δημόσιας υγείας (χορήγηση δώρων ή άλλων ανταλλαγμάτων)».

γ. Στην απόφαση 203/2020 του ΣτΕ στην οποία γίνεται αναφορά της εισηγητικής έκθεσης του Ν. 1963/1991 και ειδικότερα της περιλαμβανόμενης σε αυτή φράσης: «Απαγορεύεται στον φαρμακοποιό να χρησιμοποιήσει κατά τη λειτουργία του φαρμακείου τον εμπορικό θεσμό του ελεύθερου ανταγωνισμού, καθόσον αν ενδιαφερθεί περισσότερο για τα κέρδη παρά για τη δημόσια υγεία, τα αποτελέσματα θα είναι άκρως βλαπτικά για την τελευταία».

δ. Την 229/2014 απόφαση του ΣτΕ που έκρινε ότι «Επειδή, τα φαρμακεία δεν αποτελούν αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά ιδιότυπα καταστήματα, στα οποία συνδυάζεται η υπεύθυνη επιστημονική δραστηριότητα και η κοινωνική αποστολή με την εμπορική εκμετάλλευση…

Συνεπώς, η εξασφάλιση της βιωσιμότητος των φαρμακείων, και μάλιστα υπό συνθήκες λειτουργίας τους εκτός όρων ελεύθερου ανταγωνισμού….»

Μετά την παράθεση των ανωτέρω νομικών διατάξεων και αποσπασμάτων των αποφάσεων του ΣτΕ, το σχολιαζόμενο σημείωμα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «δεν επιτρέπεται η με οποιονδήποτε τρόπο διαφήμιση του φαρμακείου», ενώ στη συνέχεια, υπό μορφή παραδειγμάτων, παρατίθεται σειρά «διαφημιστικών ενεργειών» που γίνονται από φαρμακεία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως μη επιτρεπτές, δίχως ωστόσο να εξηγείται  το πώς και να θεμελιώνεται το γιατί. Και αν σωστά αντιλαμβάνομαι την τελική συμπερασματική θέση του σημειώματος, θεωρούνται ως μη επιτρεπτές και ως εκ τούτου πειθαρχικά κολαστέες, ακόμη και εκείνες οι διαφημίσεις προϊόντων και υπηρεσιών που προβάλλονται («σωρηδόν»  κατά τη σχετική διατύπωση) από φαρμακεία, οι οποίες ωστόσο, κατά τη ρητή πρόβλεψη της παραγράφου Β του άρθρου 25 του Κώδικα Δεοντολογίας, «δεν συνιστούν αντιδεοντολογική συμπεριφορά», ούτε επομένως πειθαρχικό αδίκημα.

Εκτιμώ ότι αυτές οι συμπερασματικές παραδοχές του σημειώματος είναι, λόγω πλάνης, αυθαίρετες, καθώς, μεταξύ των άνω νομοθετικών διατάξεων και σκέψεων του ΣτΕ των οποίων γίνεται επίκληση, αφενός, και των συναγόμενων συμπερασμάτων αφετέρου, υπάρχει ένα αβυσσαλέο κενό το οποίο θα έπρεπε να καλυφθεί με επαγωγικά λογικά επιχειρήματα, νομική αλληλουχία και ειδική , (για τη στήριξη των παραδοχών), αιτιολόγηση, πράγμα, ωστόσο, που δεν έλαβε χώρα κατά την αντίληψή μου.

Με τα ως άνω δεδομένα, φοβούμαι ότι αν υπερισχύσουν,  υιοθετηθούν και εφαρμοσθούν στην πράξη από τα αρμόδια Πειθαρχικά Συμβούλια των Φαρμακευτικών Συλλόγων της χώρας τα συμπεράσματα του σημειώματος, το 80%, ίσως, των φαρμακείων της Επικράτειας θα αναγκασθεί να διακόψει τις διαφημιστικές του δραστηριότητες τις οποίες μετέρχεται κατά κόρον και μάλλον επωφελώς, τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, θα παρεμποδισθεί, ενδεχομένως, τουλάχιστον πρόσκαιρα και σε κάθε περίπτωση μέχρι την έκδοση δικαστικών αποφάσεων, η άσκηση του ήδη θεσμοθετημένου δικαιώματος των φαρμακείων της χώρας να διαφημίζουν προϊόντα και τις εξειδικευμένες, μη φαρμακευτικές, υπηρεσίες τους, αυτές δηλαδή που ρητά ορίζονται ως επιτρεπτές στο Κεφάλαιο Β του άρθρου 25 του Κώδικα Δεοντολογίας (προβολή διαφημίσεων για καλλυντικά, διαιτητικές τροφές, ορθοπεδικά είδη, εξειδικευμένες υπηρεσίες κ.λπ.), αποσπώντας με τον τρόπο αυτό μερίδιο από τη σχετική αγορά, την οποία λυμαίνονταν  τα ανταγωνιστικώς λειτουργούντα γνωστά πολυκαταστήματα, κέντρα αισθητικής κλπ..

Οι συνέπειες επομένως θα είναι τραγικές, καθώς οι άνευ νομίμου λόγου καταγγελίες, έριδες και πειθαρχικές διώξεις που θα προκύψουν, θα βυθίσουν τον κλάδο σε μια εσωστρέφεια περισσότερο επίπονη από αυτή που προκάλεσε η απελευθέρωση του ωραρίου, (διαχωρισμός σε διευρυμένα και μη),  δηλητηριάζοντας, οριστικά πλέον, αυτό που κάποτε συνηθιζόταν να αποκαλείται «συναδελφικό πνεύμα και αλληλεγγύη». Πρωτίστως όμως θα τρωθεί το κύρος και η αξιοπιστία των Πειθαρχικών Συμβουλίων, δοθέντος ότι οι συναφείς αποφάσεις τους θα ακυρωθούν από τα Διοικητικά Δικαστήρια, όπως ακράδαντα πιστεύω.

Ενόψει των παραπάνω, θα επιχειρήσω να σχολιάσω το ζήτημα της «διαφήμισης των φαρμακείων» σε όλες τις διαστάσεις που έχει.

Είναι ωστόσο αναγκαίο για την ευχερέστερη κατανόηση του θέματος να αναφερθώ στη ratio legis και στο νομοθετικό ιστορικό των επίμαχων διατάξεων. Μεταφέρω λοιπόν τους αναγνώστες στο παρελθόν, στα έτη 1992 – 1993, εικοσιοκτώ (28) δηλαδή χρόνια πίσω (σαν χθες μου φαίνεται, ομολογώ).

Σε εκείνο το χωροχρόνο, επί κυβερνήσεως Κων/νου Μητσοτάκη θυμίζω, υπήρχε ευεξία και οικονομική ευμάρεια στην ελληνική κοινωνία και όλοι προσέβλεπαν στην ανάπτυξη, μέσα σε ένα  προαναγγελθέν εξελισσόμενο φιλελεύθερο κοινωνικό κλίμα  και οικονομικό περιβάλλον.

Στην ίδια αναπτυξιακή προοπτική και αντίληψη κινούνταν και τα φαρμακεία και συνακόλουθα με αυτές ο Κλάδος επιχείρησε την «φυγή προς τα εμπρός», αναζητώντας νέους τρόπους marketing και εμπορικής τοποθέτησής του απέναντι στον ανταγωνισμό, (πλην φαρμάκου φυσικά).

Στους χρόνους εκείνους τη δεσπόζουσα θέση στην αγορά του «παραφαρμάκου» (καλλυντικά κ.λπ.) και στην παροχή των συναφών με την αισθητική κ.λπ. υπηρεσιών την κατείχαν τα μεγάλα γνωστά πολυκαταστήματα και αλυσίδες που εκμεταλλεύονταν τη δυνατότητα διαφήμισης προϊόντων, προσφορών, παρουσιάσεων, προωθητικών ενεργειών, εκπτώσεων κ.λπ. που είχαν, σε βάρος των φαρμακείων που διέθεταν περιορισμένα όπλα στη φαρέτρα τους. Τούτο, διότι η συνολική επιστημονική και εμπορική δραστηριότητα των φαρμακείων ασκούνταν στα στενά  και ιδιαίτερα ασφυκτικά πλαίσια που όριζε ο Κώδικας Δεοντολογίας που ίσχυε τότε (Βασιλικό Διάταγμα της 20/27 Σεπτεμβρίου 1955 – ΦΕΚ Α’ 262).

Σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 19 του εν λόγω Β.Δ., τα φαρμακεία δεν είχαν δικαίωμα διαφήμισης ούτε της ύπαρξης και παρουσίας τους, ούτε των δραστηριοτήτων και των παρεχόμενων υπηρεσιών τους. Ειδικότερα το άρθρο 19 απαγόρευε ρητά και, κατά γενικό τρόπο, τη διαφήμιση του φαρμακείου, ορίζοντας μάλιστα ακόμη και τα μοναδικά στοιχεία και πληροφορίες που ήταν επιτρεπτό να περιλαμβάνει η εμπορική τους αλληλογραφία..

Για τον λόγο αυτό η ηγεσία του Κλάδου (Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος και Φαρμακευτικός Σύλλογος Αττικής κυρίως) αποφάσισε να επικαιροποιήσει, σύμφωνα με τις αντιλήψεις, ανάγκες και δεδομένα της εποχής, τον δεσμευτικό και στενόχωρο πλέον για τα φαρμακεία Κώδικα Δεοντολογίας, ανοίγοντας νέους δρόμους, απελευθερώνοντας  δράσεις  και προσφέροντας σε αυτά  καινοτόμα μέσα και μηχανισμούς για την οικονομική αναζωογόνηση και ανάπτυξή τους (διαφήμιση και υπηρεσιών, πέραν της διαφήμισης προϊόντων).

Έτσι, ο μεν ΠΦΣ ανέθεσε το σχετικό έργο στον επιστημονικό του σύμβουλο, αείμνηστο Γιάννη Παπαγεωργίου, ο δε ΦΣΑ σε εμένα, τον γράφοντα, που ήμουν ήδη από μακρού χρόνου ο νομικός του σύμβουλος. Λάβαμε δε από τους αντίστοιχους εντολείς μας την οδηγία να δημιουργήσουμε το νομικό πλαίσιο που θα παρέχει την ευχέρεια στους φαρμακοποιούς να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό (πλην φαρμάκων, βέβαια) υπό έναν, ωστόσο, απαράβατο όρο: πλήρη σεβασμό στο λειτούργημα και στον υγιή, μεταξύ των φαρμακοποιών, ανταγωνισμό.

Με βάση αυτές τις εντολές συνεργαστήκαμε με τον μακαρίτη και φίλο Γιάννη και υπό τις οδηγίες πάντοτε των εντολέων μας, συντάξαμε από την αρχή τον νέο Κώδικα Ελληνικής Φαρμακευτικής Δεοντολογίας, που έγινε δεκτός από τον Κλάδο και την Πολιτεία και τέθηκε τελικά σε ισχύ με το ΠΔ 340/1993.

Στον νέο αυτό Κώδικα, δύο κεφάλαια ήταν ιδιαίτερα σημαντικά: η διαφήμιση των δράσεων του φαρμακείου (θετικά και αρνητικά) και ο υγιής ανταγωνισμός μεταξύ των φαρμακείων. Τον τελευταίο (υγιή ανταγωνισμό), μετερχόμενοι τον προσφορότερο τρόπο, τον περιγράψαμε και οριοθετήσαμε αρνητικά (εξ αντιδιαστολής), απαριθμώντας δηλαδή εκείνες τις πράξεις που συνιστούν κατά κύριο λόγο  τον αθέμιτο ανταγωνισμό, αφήνοντας κατά τα λοιπά στους φαρμακοποιούς, αλλά πάντοτε υπό τις προϋποθέσεις του νόμου, ελεύθερο το πεδίο δράσης για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους.

Παραθέτω για σύγκριση τα αντίστοιχα κεφάλαια των δύο Κωδίκων, του αντικατασταθέντος παλιού του έτους 1955 και του ισχύοντος νέου, του έτους 1993 (πατήστε εδώ)

Η οδηγία την οποία λάβαμε και έπρεπε να υπηρετήσουμε  κατά τη σύνταξη του νέου Κώδικα ήταν ο καθορισμός ενός ελάχιστου (minimum) για τα φαρμακεία περιοριστικού πλαισίου για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους. Δανειστήκαμε για τον λόγο αυτό τις βασικές διατάξεις περί απαγόρευσης διαφήμισης από τα φαρμακεία των φαρμακευτικών προϊόντων, αφενός μεν του άρθρου 43 Ν. 5607/1932 που παρατέθηκε ανωτέρω, αφετέρου δε του άρθρου 16 του ΝΔ 96/1973 (ΦΕΚ Α’ 172) περί «εμπορίας εν γένει των φαρμακευτικών, διαιτητικών και καλλυντικών προϊόντων», το οποίο ορίζει τα εξής: «Απαγορεύεται η διά του ημερησίου ή περιοδικού Τύπου ραδιοφώνου, τηλεοράσεως, κινηματογράφου ή δι` ετέρου μέσου ευρείας ενημερώσεως του κοινού διαφήμισις ή καθ` οιονδήποτε τρόπον άμεσος ή έμμεσος προβολή των φαρμακευτικών εν γένει προϊόντων πλην των δυναμένων να πωληθούν άνευ ιατρικής συνταγής, των καλλυντικών και των διαιτητικών τροφών.»

Έτσι, διαμορφώθηκε θεματικά, σε δύο σκέλη, η παρ. Α του άρθρου 25, ως εξής:

α. Πλήρης απαγόρευση της διαφήμισης των φαρμάκων και φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, αφενός μεν για τους λόγους που επιβάλλουν πρωτογενώς οι ειδικοί κανόνες για την κυκλοφορία των φαρμακευτικών προϊόντων (άρθρο 16 Ν.Δ.96/1973) και αφορούν στην αποφυγή της πολυφαρμακείας και της εμπορευματοποίησης της υγείας,    αφετέρου δε και δευτερογενώς, για λόγους που αφορούν τον αθέμιτο, μεταξύ των φαρμακοποιών, ανταγωνισμό (άρθρο 43 Ν. 5607/1932).

β. Απαγόρευση προβολής διαφημιστικών μηνυμάτων από τα φαρμακεία, με σκοπό την αθέμιτη προσέλκυση πελατείας. Για τον χαρακτηρισμό ωστόσο των μηνυμάτων αυτών ως μη επιτρεπτών (αθέμιτων), ορίσαμε ότι έπρεπε να συντρέχουν αναγκαίως μια εκ των δύο ή και οι δυο από τις παρακάτω προϋποθέσεις:

i. Ότι τα μηνύματα είναι αντίθετα στους νόμους και

ii. Ότι τα μηνύματα είναι αντίθετα στις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας

Επομένως, αν τα μηνύματα αυτά δεν είναι αντίθετα είτε στους νόμους είτε στον Κώδικα Δεοντολογίας, είναι και θεμιτά και επιτρεπτά, καθώς δεν συνιστούν, ούτε αθέμιτο ανταγωνισμό, ούτε αντιδεοντολογική συμπεριφορά, ούτε, συνακόλουθα, κολαστέο πειθαρχικό αδίκημα. Επιπρόσθετα, όπως προκύπτει εξ αντιδιαστολής από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου Β του άρθρου 25, απαγορεύθηκε η διαφήμιση των καθαρώς φαρμακειών υπηρεσιών που παρέχει το φαρμακείο.

Στη συνέχεια, στην παράγραφο Β του άρθρου 25, επαναλάβαμε τις διατάξεις του άρθρου 13 του Ν. 4061/1960 και του ΒΔ 747/1960 για το επιτρεπτό της διαφήμισης των πωλούμενων από τα φαρμακεία παραφαρμακευτικών ειδών (καλλυντικά κ.λπ.) και προσθέσαμε επιπλέον, σύμφωνα με τις οδηγίες των εντολέων μας, δηλαδή του Κλάδου των φαρμακοποιών, και την διαφήμιση των παρεχόμενων από τα φαρμακεία υπηρεσιών, πλην αυτών που αναφέρονται στα φάρμακα.

Επομένως, η προβολή και διαφήμιση των προϊόντων, των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών των φαρμακείων που αναφέρονται στην άνω παρ. Β του άρθρου 25, που άλλωστε δεν ήταν δυνατό να προσδιορισθούν και καταγραφούν εξαντλητικά, είναι, άνευ άλλου τινός, νόμιμες και δεν στοιχειοθετούν αθέμιτο ανταγωνισμό, ούτε συνιστούν αντιδεοντολογική συμπεριφορά.

Επιπρόσθετα, στο ΜΕΡΟΣ 2ο, Κεφάλαιο Α του Κώδικα Δεοντολογίας και στα άρθρα 22 έως 24 αυτού, που αναφέρονται στον αθέμιτο ανταγωνισμό, προσπαθήσαμε, κατά το δυνατό, να εντάξουμε όλες εκείνες τις περιπτώσεις που συνιστούν, άνευ άλλου τινός, πρακτικές αθέμιτου, μεταξύ των φαρμακοποιών, ανταγωνισμού.

Έτσι καταστρώθηκε συνολικά το ΜΕΡΟΣ 2ο του Κώδικα Δεοντολογίας,  συγκροτούμενο από δυο κεφάλαια: Τον αθέμιτο ανταγωνισμό και την διαφήμιση.  Προσπαθήσαμε δε να εντάξουμε  σε αυτό το κεφάλαιο κατά το δυνατό το σύνολο των πιθανών επιτρεπτών και μη επιτρεπτών δράσεων των φαρμακείων.

Προσδιορίσθηκαν δηλαδή,  με τον συνεκτικότερο δυνατό τρόπο, τα εξής:

α. Τι απαγορεύεται (περιοριστικά)

β. Τι επιτρέπεται (ενδεικτικά)  

γ. Τι συνιστά αθέμιτο ανταγωνισμό (περιοριστικά).

Θέλω να πιστεύω ότι ο ισχύων σήμερα Κώδικας Δεοντολογίας, όπως τον φιλοτεχνήσαμε με τον αείμνηστο Γιάννη Παπαγεωργίου και έγινε αποδεκτός από τον Κλάδο και την Πολιτεία, κάλυψε επαρκώς τον Κλάδο για  είκοσι εφτά  ολόκληρα χρόνια (1993-2020).

Επανέρχομαι ωστόσο στο σήμερα.

Στο σχολιαζόμενο σημείωμα αντιλαμβάνομαι  ότι γίνεται ένας ευδιάκριτος, μεν, αλλά συγκεχυμένος  και ασαφώς οριοθετημένος, ως προς την έννοια, περιεχόμενο και συνέπειες, διαχωρισμός μεταξύ  των παρακάτω, όπως διατυπώνονται, ορισμών και περιπτώσεων:

α.«Διαφήμιση του φαρμακείου»  ή  «διαφήμιση του φαρμακείου εν γένει»,

β.«Σωρηδόν διαφήμιση των παραφαρμακευτικών υπηρεσιών  του φαρμακείου»,

γ.«Δράσεις (εννοεί διαφημιστικές) του φαρμακείου» και

δ. «Προβολή διαφημιστικών μηνυμάτων  για την προσέλκυση πελατείας».

Υπολαμβάνεται δε περαιτέρω ότι  η παράγραφος Α του άρθρου 25 του ΚΕΦΔ δεν επιτρέπει γενικά τη διαφήμιση του φαρμακείου ως επιχειρηματική οντότητα και ως εκ τούτου και οι επιμέρους διαφημιστικές πράξεις που διενεργεί η οντότητα «φαρμακείο», π.χ. λογότυπο σε φανέλα αθλητικού  σωματείου «που παραπέμπει σε φαρμακείο», διάφορες διαφημιστικές καταχωρήσεις σε ΜΜΕ, ιστοσελίδες, διαδίκτυο, για προϊόντα, προσφορές, χορηγίες, εξειδικευμένες υπηρεσίες κ.λπ. ή υπηρεσιών για κατ’ οίκον παράδοση μη φαρμακευτικών προϊόντων, που αναφέρονται  ως παραδείγματα, είναι απαγορευμένες καθόσον εξ αποτελέσματος διαφημίζεται  τελικά η οντότητα «φαρμακείο», η οποία δεν είναι επιτρεπτό, ως αξίωμα, (πεπλανημένο ωστόσο), να διαφημίζεται. Η παράβαση δε του κανόνα αυτού συνιστά αντιδεοντολογική συμπεριφορά και συνεπώς κολαστέο πειθαρχικά  αδίκημα.

  Η ως άνω αντίληψη, ότι δηλαδή η  παράγραφος Α του άρθρου 25 του ΚΕΦΔ απαγορεύει τη διαφήμιση της οντότητας «φαρμακείο» και ότι ο κανόνας αυτός, ως υπέρτερος, υπερισχύει του απονεμόμενου από την παράγραφο Β του άρθρου 25, δικαιώματος του φαρμακείου να προβάλλει  διάφορα διαφημιστικά μηνύματα,  ακόμη και αυτά που δεν αναφέρονται  σε φαρμακευτικές υπηρεσίες, δοθέντος ότι είτε προβάλλονται «σωρηδόν» (σημειωτέον ότι η διάταξη δεν εισάγει ποσοτικά κριτήρια για τον χαρακτηρισμό των διαφημίσεων ως επιτρεπτών ή μη), είτε «παραπέμπουν σε  φαρμακείο εν γένει», είναι  για τους λόγους που προανέφερα,  πεπλανημένη και σε κάθε περίπτωση εσφαλμένη.

Άλλωστε η γραμματική διατύπωση της παραγράφου Α του άρθρου 25 του ΚΕΦΔ δεν αφήνει, κατά τη γνώμη μου, περιθώρια για  συναγωγή άλλων συμπερασμάτων, πέραν αυτών που υποστηρίζω.

  Η παράγραφος αυτή ορίζει ότι απαγορεύεται ρητώς, δια των μέσων  μαζικής επικοινωνίας ή με άλλο μέσο:

α. η διαφήμιση των φαρμάκων ή φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων και

β.   η προβολή, για την προσέλκυση  πελατείας, διαφημιστικών μηνυμάτων  που είναι αντίθετα στους νόμους και στις  διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας.

Επιπρόσθετα, η παράγραφος Β του άρθρου 25 απαγορεύει ρητά τη διαφήμιση των καθαρώς φαρμακευτικών υπηρεσιών που παρέχει η οντότητα «φαρμακείο».

Αυτές και μόνον αυτές, σε συνδυασμό και με τις περιπτώσεις που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων  22-24 του ιδίου Κώδικα  περί αθεμίτου ανταγωνισμού, είναι οι  διαφημιστικές ενέργειες, πράξεις και υπηρεσίες τις οποίες δεν είναι επιτρεπτό να επιχειρούν τα φαρμακεία.

Εξ αντιδιαστολής δε, θα τολμούσα να ισχυριστώ, ότι οι όποιες άλλες δράσεις του φαρμακείου και υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι δεν προσκρούουν σε συγκεκριμένες  ειδικές διατάξεις νόμων ή του ΚΕΦΔ, είναι επιτρεπτές, λαμβανομένων επικουρικά υπόψη και των διατάξεων  του άρθρου 13 του ΝΔ 96/1973 (ΦΕΚ Α’ 172) που αναφέρεται στην λιανική πώληση φαρμακευτικών προϊόντων από τα φαρμακεία και του ΠΔ 312/1992 περί της οργάνωσης των φαρμακείων (ΦΕΚ Α’ 157), στο οποίο αναφέρονται γενικότερα διάφορες επιτρεπτές δράσεις του φαρμακείου.

Τέλος, ως προς την αναφορά στο σχολιαζόμενο σημείωμα των υπ’ αρ. 203/2020 και 229/2014 αποφάσεων του ΣτΕ, είναι λεκτέα τα εξής:Οι δύο αυτές αποφάσεις δεν αντιμετωπίζουν το ζήτημα της διαφήμισης των φαρμακείων υπό οποιαδήποτε έννοια ή εκδοχή.

Η μεν πρώτη αφορά το «ιδιοκτησιακό» των φαρμακείων, η δε δεύτερη τα πληθυσμιακά κριτήρια και την έκδοση των αδειών ιδρύσεως φαρμακείων. Οι παρατιθέμενες στο σημείωμα σκέψεις των εν λόγω αποφάσεων αφορούν στη γενική εικόνα αδειοδότησης, διοίκησης και λειτουργίας των φαρμακείων και όχι στη διαφήμισή τους.

Ειδικά ως προς την απόφαση 203/2020 ενημερώνω για τα εξής: Εκεί γίνεται αναφορά στην εισηγητική έκθεση του Ν. 1963/1991. Την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού την έγραψε με τη χαρακτηριστική γραφομηχανή του, εξ ολοκλήρου, ο Γιάννης Παπαγεωργίου. Είναι επομένως αυτονόητο ότι το παρατιθέμενο στο σημείωμα απόσπασμα δεν αφορούσε στη διαφήμιση των φαρμακείων, διότι ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά τι ήταν επιτρεπτό και τι όχι ως προς το ζήτημα αυτό. Γνώριζε δηλαδή ότι ήταν επιτρεπτή η διαφήμιση των πωλούμενων από τα φαρμακεία προϊόντων πλην φαρμάκων και ως εκ τούτου η γραφή του δεν θα ήταν αντιφατική. Απόδειξη: Η παρατιθέμενη διδακτορική διατριβή του και το σχετικό απόσπασμα εδώ

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Το ζήτημα της διαφήμισης των φαρμακείων και των γενικότερων δράσεών του είναι απλό. Διαβάζεται όπως ακριβώς γράφεται στο άρθρο 25 του ΚΕΦΔ. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο.

Χρήστος Αρβανίτης